ἡμίπνους

ἡμίπνους
ἡμίπνους
half-breathing
masc/fem nom pl
ἡμίπνους
half-breathing
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημίπνους — ἡμίπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που μόλις αναπνέει, ο μισοζώντανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πνους (< πνοή), πρβλ. ηδύ πνους, σύμ πνους] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίπνουν — ἡμίπνους half breathing masc/fem acc sg ἡμίπνους half breathing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”